- ἀνέῳγεν
- ἀνοίγνυμιopenplup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἀνοίγνυμιopenperf ind act 3rd sgἀνοίγνυμιopenimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνέωιγεν — ἀνέῳγεν , ἀνοίγνυμι open imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χηλός — ὁ, Α 1. μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, σεντούκι για φύλαξη ενδυμάτων και σκευών, συνήθως διακοσμημένο (α. «χηλοῡ δ ἄπο πῶμ ἀνέῳγεν καλῆς, δαιδαλέης», Ομ. Ιλ. β. «χηλοῡ... καλεῑται δὲ παρὰ μὲν Λάκωσι κιβωτός, παρὰ δὲ Ἀττικοῑς λάρναξ», Σχόλ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek